- ῥίπτεται
- ῥί̱πτεται , ῥίπτωthrowpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροτορπίλη — Τορπίλη που ρίπτεται από αεροσκάφος (συνήθως από ειδικό τορπιλοπλάνο). Αποτελεί τροποποιημένη μορφή τορπίλης που δεν καταστρέφεται όταν πέφτει από ψηλά. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., όλες όμως είναι κυλινδρικές, με περίβλημα από χάλυβα και… … Dictionary of Greek
βαλλιστής — ο (Α βαλλιστής) νεοελλ. 1. γένος Τελεόστεων ιχθύων, με παχύ κοκκώδες δέρμα, όμοιο με θώρακα 2. παλαιότερη ονομασία για τον χορευτή, κυρίως του βαλς αρχ. ονομασία αστερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαλλίζω. Το λατ. ballsta αποτελεί δάνειο της Λατινικής από … Dictionary of Greek